- έκταση
- Κίνηση άρθρωσης, κατά την οποία δύο γειτονικά οστά ευθυγραμμίζονται σε σχέση το ένα με το άλλο. Η αντίθετη κίνηση είναι η κάμψη.
* * *η (AM ἔκτασις)1. άπλωμα, τέντωμα («έκταση τών χειρών»)2. συνεκδ. μέγεθος, ευρύτητα, σπουδαιότητα («έκταση επιχειρήσεων, ζημιών»)νεοελλ.1. αύξηση διαστάσεως κατά μήκος ή και πλάτος, επιμήκυνση, διεύρυνση2. (για τον χρόνο) διάρκεια («έκταση χρόνου»)3. διάσταση επιφάνειας, χώρος, περιοχή, εμβαδόν («έκταση τής πόλης, τής πεδιάδας, τού οικοπέδου κ.λπ.»)4. φυσ. η γενική ιδιότητα τών σωμάτων να καταλαμβάνει καθένα ορισμένο χώρο5. μαθ. οι τρεις διαστάσεις τών σωμάτων, μήκος, πλάτος και ύψος6. μουσ. το μεταξύ τών δύο άκρων φθόγγων διάστημα7. ναυτ. η μεταφορά με βάρκα ενός σχοινιού σε απόσταση από το πλοίο για να προσδεθεί στην ξηρά8. στρ. το βεληνεκές*, η έκταση ή δραστικότητα τής βολής9. γραμμ. η μεταβολή βραχέος φωνήεντος σε μακρό10. ιατρ. παθολογική διεύρυνση αιμοφόρου αγγείου ή κοίλου σπλάγχνου11. φρ. «εν εκτάσει» — λεπτομερώς, με πολλά λόγια, διά μακρώναρχ.1. επέκταση, επαύξηση2. σαφής, ακριβής εργασία3. ώθηση, παρόρμηση4. ανάπτυξη, παράταξη.
Dictionary of Greek. 2013.